Γράφει ο Αντώνιος Κ. Πουγαρίδης
Φοιτητής Τμ. Ηλεκτρονικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου Κρήτης

Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, οι απόφοιτοι της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατευθυνόταν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα με στόχο τη φοίτηση σε κάποιο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα. Το κίνητρο, δεν ήταν αποκλειστικά η απόκτηση ενός τίτλου Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Ήταν να ανοίξουν τους ορίζοντες τους, να αντιμετωπίσουν προκλήσεις που δε μπορεί να τους προσφέρει η ελληνική Περιφέρεια. Να αποκτήσουν εμπειρίες ώστε να δουν τι πρόκειται να συναντήσουν στη μετέπειτα εργασιακή τους πορεία. Να ενταχθούν στην κοινωνία ως ενήλικες πλέον, και όχι ως έφηβοι.
Ούτως ή άλλως αυτός είναι ο πρωταρχικός στόχος της Παιδείας. Πρώτα να παράγει ανθρώπους και μετέπειτα να τους εξελίσσει σε επιστήμονες. Βέβαια όλα αυτά τα περί Παιδείας είναι παρεξηγημένα στη νεοελληνική πραγματικότητα..


Πρόσφατα η κοινωνία της Πτολεμαΐδας δέχτηκε με μεγάλη ικανοποίηση, αλλά και αίσθημα δικαίωσης την ίδρυση των πρώτων Τμημάτων ΤΕΙ στην περιοχή. Επιτέλους η Πολιτεία μερίμνησε για τον πολύπαθο αυτό τόπο και έδωσε τέρμα στην αδικία που σημειωνόταν τα προηγούμενα χρόνια σε βάρος της Εορδαίας. Μην ξεχνάμε ότι για αρκετά χρόνια βρισκόμασταν εκτός οποιουδήποτε σχεδιασμού  για ίδρυση τμημάτων Πανεπιστημίων και ΤΕΙ από το Υπουργείο Παιδείας, προς όφελος άλλων πόλεων που προφανώς δεν πληρούσαν τους όρους, παρ’ όλα αυτά απολάμβαναν τα προνόμια της λειτουργίας των σχολών που φιλοξενούσαν.
Η παραπάνω είδηση, εν όψει και την αναμονής της άφιξης κι άλλων Τμημάτων, αποτέλεσε τροφή για σκέψη όσο αφορά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη διαμόρφωση του ελληνικού «ακαδημαϊκού χάρτη». Θέτω τον εξής προβληματισμό, όχι μόνο για εμάς τους Πτολεμαϊδιώτες, αλλά για κάθε ευαισθητοποιημένο πολίτη γύρω από εκπαιδευτικά ζητήματα: «Το θέμα είναι ποιος θα πάρει σχολές ή μήπως γιατί να μοιράσουμε τις σχολές;»
Σε πρώτη φάση δυσφορώ με το ύφος της γλώσσας που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για τα Πανεπιστήμια μας, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Τα αντιμετωπίζουμε σαν εμπορεύματα με τελείως απαξιωτικό τρόπο!
Ακολούθως, παρατηρώ πως αυτό το «μοίρασμα», και τα κριτήρια με τα οποία γίνεται, δεν ταιριάζει σε σκεπτόμενους ανθρώπους, όπως τουλάχιστον θέλουμε να φαινόμαστε.
Θα σχολιάσω, όσο το δυνατόν πιο τεκμηριωμένα τις παραπάνω επισημάνσεις. Προφανώς, δεν αποτελούν αιχμές όσον αφορά τα τεκταινόμενα.
Το γεγονός ότι οι διάφοροι υπουργοί Παιδείας στο παρελθόν ίδρυαν Πανεπιστήμια προεκλογικά στις αδύναμες περιφέρειες του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, δε μας τιμά καθόλου (ως εκλογικό σώμα, και κατά συνέπεια) ως πολίτες. Οφείλουμε να σταματήσουμε τη διαιώνιση αυτού του φαινομένου. Ενός φαινομένου που προκαλεί αμέτρητες πληγές στη χώρα μας, όπως για παράδειγμα πανεπιστήμια που πάσχουν από υποχρηματοδότηση, καθώς οι ιδρυτές τους φρόντισαν να εξασφαλίσουν μέσω κοινοτικών πόρων μόνο τη δημιουργία τους, και όχι τη λειτουργία τους. Προεκλογικά τερτίπια – που έλεγε ο μακαρίτης ο Κακαουνάκης.. Και αυτό συνεπάγεται: φαινόμενα υποβάθμισης της ποιότητας σπουδών και μακροπρόθεσμης απειλής με λουκέτο για το τμήμα. Το ζήτημα δε, έχει πάρει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από τη στιγμή που μπήκε στη μέση το θέμα με τη «Βάση του 10». Κλείνουν Τμήματα που ενδεχομένως να μην έχουν παράγει ακόμη αποφοίτους!
Από την άλλη, μπορεί να φανταστεί κάποιος, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνται να ανταποκριθούν στις σπουδές τους – για παράδειγμα – οι σπουδαστές στο ΤΕΙ της Σητείας στην Κρήτη. Σ’ ένα ερειπωμένο τμήμα με ελάχιστους φοιτητές, 143 χιλιόμετρα από την διοίκηση του Ιδρύματος στο Ηράκλειο. Η γνώση περιορισμένη, η διεξαγωγή έρευνας πρακτικά αδύνατη λόγω αποστάσεων και κόστους, και φυσικά οι κοινωνικές συναναστροφές των λιγοστών – κυρίως ντόπιων – σπουδαστών, ανύπαρκτες.
Αν γενικεύσουμε τη σκέψη μας, μπορούμε να πούμε ότι τα παιδιά χάνουν την ακαδημαϊκότητά τους. Σημαντική παρατήρηση, καθώς ξεφεύγουμε από την κεντρική ιδέα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Από οικονομικής άποψης τώρα, το κόστος είναι δυσβάσταχτο για τον Έλληνα φορολογούμενο. Η επικοινωνία των οικονομικών και διοικητικών υπηρεσιών σε κάθε ίδρυμα μεταξύ των πόλεων που το φιλοξενούν (από το πολυδάπανο δίκτυο στους υπολογιστές μέχρι τη mercedes του Πρύτανη(!)), και η πολλαπλότητα βασικών υποδομών όπως βιβλιοθήκες, εστίες, φοιτητικές λέσχες κ.ο.κ. έχουν τεράστιες οικονομικές απαιτήσεις.
Και επανέρχομαι στο ζήτημα της «φοιτητικής ζωής». Ευνόητο είναι πως, άλλες δυνατότητες έχει ένας φοιτητής για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη και άλλες ένας στο Αίγιο. Δεν θεωρώ μεμπτό το σύστημα με τη βάση εισαγωγής. Όμως θεωρώ πρώτον ότι είναι θεμιτή η αποφυγή της ίδρυσης Τμημάτων που δεν θα προτιμηθούν από τους υποψηφίους και προφανώς δεν θα παράγουν πτυχιούχους και δεύτερο και κυριότερο ότι οι ορίζοντες του ενός φοιτητή ανοίγουν δραματικά περισσότερο από τους ορίζοντες του άλλου. Και αυτό αντιτίθεται στην ιδέα της παροχής ίσων – ή παρόμοια ίσων – ευκαιριών σε όλους.
Αυτά και για τους φοιτητές. Πρέπει να τους λαμβάνουμε και αυτούς υπ’ όψη, αφού είναι το επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας….
Ίσως τελικά βλέπουμε το ζήτημα από λάθος οπτική γωνία. Τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα είναι χώροι μετάδοσης της γνώσης, διεξαγωγής επιστημονικής έρευνας και υγιούς κοινωνικοποίησης των φοιτητών.
Χρειαζόμαστε ως χώρα ένα υγιές πρότυπο για να λύσουμε το πρόβλημα. Σκέφτομαι, δυστυχώς, πως ίσως πρέπει για άλλη μία φορά να ακολουθήσουμε το αμερικανικό μοντέλο. Οι Αμερικανοί, με τον άψογο σχεδιασμό τους, έχουν καταφέρει να δημιουργούν Πανεπιστημιουπόλεις μεγάλου μεγέθους, με δυνατότητα φιλοξενίας πολλών χιλιάδων φοιτητών, οι οποίες προσφέρουν στους φοιτητές και κατ’ επέκταση στην κοινωνία, τα τρία προαναφερθέντα ζητούμενα: μετάδοση γνώσης, διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας και υγιή κοινωνικοποίηση, τα δύο πρώτα με άμεση και επιτυχημένη εφαρμογή στη βιομηχανία τους.
Η ελληνική Περιφέρεια έχει ανάγκη να τονωθεί. Και πρέπει να τονωθεί. Η Πολιτεία όμως πρέπει να βρει πρωταρχικά άλλους τρόπους για να την τονώσει. Η Παιδεία δεν είναι το μέσο για την ανάκαμψη των τοπικών οικονομιών. Υπάρχουν άλλοι τρόποι, να είμαστε σίγουροι.
Η αποκέντρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης πρέπει να γίνει ορθολογικά. Με μεγάλα Ιδρύματα σε συγκεκριμένες πόλεις της Περιφέρειας, οι οποίες φυσικά χρειάζονται την αναπτυξιακή ανάσα ή έχουν τα τη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά που μπορούν να την αναδείξουν σε Πανεπιστημιούπολη. Τα Ιδρύματα αυτά οφείλουν να είναι συγκροτημένα σωστά, και να έχουν ισχυρές Διοικήσεις και επιστημονικές προοπτικές που θα εξασφαλίζουν όχι μόνο τη λειτουργία τους, αλλά και τη διεύρυνσή τους. Αυτό φυσικά εξαρτάται και από το πόσο φιλελεύθερη θα είναι η λειτουργία τους – σημαντικότατος και αυτός ο παράγοντας.
Καμιά φορά λοιπόν, τα συμφέροντα της ελληνικής κοινωνίας, πρέπει να μας απασχολούν περισσότερο από αυτά των τοπικών κοινωνιών. Το άμεσο κέρδος είναι κάποιες φορές υπερτιμημένο έναντι του μακροπρόθεσμου. Επίσης το προσωπικό έναντι του συλλογικού. Πρέπει σαν γενιά να αποδείξουμε ότι πως δεν είναι στόχος μας το να νοικιάσουμε τη γκαρσονιέρα μας  σε ένα φοιτητάκο.
Βέβαια αν προσγειωθούμε στην πεζή πραγματικότητα, σύμφωνα πάντα με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η Πτολεμαΐδα μας αξίζει πολλά περισσότερα απ’ αυτά που έχει πάρει. Τα πάλαι ποτέ Καϊλάρια έχουν προσφέρει τόσα πολλά στην ελληνική ενεργειακή «αυτάρκεια», διατελώντας το ενεργειακό της κέντρο για δεκαετίες, που θα μας χρωστάνε για πολλά ακόμη χρόνια.
Κλείνω με την ελπίδα πως οι κύριοι με τις γραβάτες εξ Αθηνών θα ψάξουν να βρουν άλλους τρόπους για να ικανοποιήσουν την κοινωνία μας, και φυσικά να βελτιώσουν τις ζωές μας.